- ἀποκαλύψω
- ἀποκαλύπτωuncoveraor subj act 1st sgἀποκαλύπτωuncoverfut ind act 1st sgἀποκαλύπτωuncoveraor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειρωνεύομαι — (AM εἰρωνεύομαι) 1. κοροϊδεύω με λεπτότητα, υπόκριση ή υπαινιγμούς 2. λέω κάτι που δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις μου για να περιπαίξω κάποιον αρχ. 1. προσποιούμαι άγνοια, υποκρίνομαι με σκοπό να αποκαλύψω το σφάλμα κάποιου 2. διηγούμαι… … Dictionary of Greek